- αὐτόετες
- αὐτοετήςinmasc/fem voc sgαὐτοετήςinneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐτοετές — αὐτοετής in masc/fem voc sg αὐτοετής in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
αυτοετής — αύτοετής, ές (Α) 1. αυτός που γίνεται μέσα στο ίδιο έτος με κάποιον άλλο 2. το ουδ. ως ουσ. αὐτοετές μέσα σ ένα χρόνο, εντός του έτους … Dictionary of Greek
u̯et- (*su̯et-) — u̯et (*su̯et ) English meaning: year Deutsche Übersetzung: “Jahr” Note: Gk. ἔνος “year” : Lat. annus “year” (*atnos ) “year” : O.Ind. hü yana “yearly”, hüyana m. n. “year” prove that Root en 2 : “year” : Root at , *atno : “to… … Proto-Indo-European etymological dictionary